- ληρῶν
- ληρέωto be foolishpres part act masc nom sg (attic epic doric)ληρόςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λήρων — λή̱ρων , λῆρος trash masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαριφησμός — ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. σκαριφηθμός και σκαρφηθμός, Α ελαφρό και πρόχειρο σχεδίασμα ιχνογράφηση, σκίτσο νεοελλ. ιατρ. πρόκληση αμυχών ή νυγμών στο δέρμα, χωρίς να συνοδεύονται συνήθως από αιμορραγία, για εκτέλεση δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων … Dictionary of Greek
Βάλβος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λεύκιος Κορνήλιος ο Γαδιτανός (Lucius Cornelius Balbus, Γάδειρα 1ος αι. π.Χ.). Στενός φίλος του Καίσαρα και του Πομπήιου. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, έκανε κάθε προσπάθεια για να τους συμφιλιώσει. Μετά τον θάνατο … Dictionary of Greek
ՇԱՂՓԱՂՓ — (ի, ից.) NBH 2 0462 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c, 14c ա. ἁδόλεσχος, ης garrulus φλυαρῶν, ληρῶν nugator, nugax եւ φλύαρος, λῆρος, ληρώδης nugatorius, ineptus, vanus et futilis. (լծ. հյ. ցոփ, եւ զաղփաղփուն. եւ թ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)